τσιφούτης

τσιφούτης
ο , τσιφούτα и τσιφούτισσα η скряга

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τσιφούτης" в других словарях:

  • τσιφούτης, -α — και ισσα, ικο (λ. τουρκ.). 1. Εβραίος (περιφρονητικά). 2. μτφ., φιλάργυρος, τσιγκούνης, συμφεροντολόγος, μικροπρεπής, αναξιοπρεπής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσιφούτης — α, ικο, θηλ. και τσιφούτισσα, Ν 1. ειρων. Εβραίος 2. μτφ. φιλάργυρος, τσιγγούνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. cifit «Εβραίος»] …   Dictionary of Greek

  • τσιφουτιά — η, Ν [τσιφούτης] φιλαργυρία, τσιγγουνιά …   Dictionary of Greek

  • τσιφούτικος — η, ο, Ν [τσιφούτης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τσιφούτη ή αυτός που αρμόζει σε τσιφούτη …   Dictionary of Greek

  • ciufut — CIUFÚT, Ă, ciufuţi, te, adj., s.m. şi f. (Înv) 1. (Om) zgârcit, avar. 2. (Om) cu toane, prost dispus. – Din tc. çıfıt. Trimis de cata, 14.09.2007. Sursa: DEX 98  CIUFÚT s. v. cămătar. Trimis de siveco, 14.09.2007. Sursa: Sinonime  CIUFÚT …   Dicționar Român


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»